- μικρόκαρπος
- μικρόκαρπος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που παράγει μικρούς ως προς το μέγεθος καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + καρπός (πρβλ. κακό-καρπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρόκαρπος — bearing small fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόκαρπον — μικρόκαρπος bearing small fruit masc/fem acc sg μικρόκαρπος bearing small fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκαρπότερα — μικρόκαρπος bearing small fruit neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόκαρπα — μικρόκαρπος bearing small fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροκαρπία — μικροκαρπία, ἡ (Α) [μικρόκαρπος] (για τα φυτά) η παραγωγή μικρών καρπών … Dictionary of Greek